Αριστοκρατία στα ολλανδικά
Μετάφραση: αριστοκρατία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
edelen, aristocratie, adel, patriciaat, de aristocratie, aristocraten, aristocratische
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αριστοκρατία
αριστοκρατία αριστοτέλησ, συγκλητική αριστοκρατία, αριστοκρατία του ξίφους, δημοκρατική αριστοκρατία, αριστοκρατία ολιγαρχία, αριστοκρατία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αριστοκρατία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αριστερός στα ολλανδικά - linker, links, port, haven, linker-, linkerhand, vertrokken, ...
- αριστοκράτης στα ολλανδικά - aristocraat, de aristocraat, aristocrate, aristocratische, aristocrat
- αριστοκρατικός στα ολλανδικά - opschepperig, swanky, chic, chique
- αρκετά στα ολλανδικά - erg, aanzienlijk, tamelijk, bijster, genoeg, voldoende, genoeg is, ...
Τυχαίες λέξεις
Αριστοκρατία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: edelen, aristocratie, adel, patriciaat, de aristocratie, aristocraten, aristocratische
Μεταφράσεις: edelen, aristocratie, adel, patriciaat, de aristocratie, aristocraten, aristocratische