Αρχιτεκτονική στα ολλανδικά
Μετάφραση: αρχιτεκτονική, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bouwkunst, architectuur, bouwkunde, de architectuur
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχιτεκτονική
αρχιτεκτονική υπολογιστών, αρχιτεκτονική ξάνθης, αρχιτεκτονική γκάζι, αρχιτεκτονική θεσσαλονίκης, αρχιτεκτονική ζωγράφου, αρχιτεκτονική λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αρχιτεκτονική στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αρχικά στα ολλανδικά - initiaal, voorletter, eerste, aanvankelijk, eerste instantie, in eerste instantie, oorspronkelijk
- αρχιπέλαγος στα ολλανδικά - eilandengroep, archipel, archipel van, eilanden
- αρχιτεκτονικός στα ολλανδικά - bouwkundig, architectonische, architecturale, architecturaal, architectuur
- αρχιφύλακας στα ολλανδικά - sergeant, opzichter, bewaker, directeur, warden, cipier
Τυχαίες λέξεις
Αρχιτεκτονική στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bouwkunst, architectuur, bouwkunde, de architectuur
Μεταφράσεις: bouwkunst, architectuur, bouwkunde, de architectuur