Αταβισμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: αταβισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
atavisme, atavism, het atavisme
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αταβισμός
αταβισμός ετυμολογια, αταβισμός ορισμος, αριβισμός συνωνυμο, αταβισμός εννοια, πολιτικός αριβισμός, αταβισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αταβισμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ατάσθαλος στα ολλανδικά - onregelmatigheid, onregelmatigheden, de onregelmatigheid
- ατέλεια στα ολλανδικά - onvolmaaktheid, imperfectie, onvolkomenheid, onvolkomenheden, onvolmaakte
- αταβιστικός στα ολλανδικά - atavistisch, atavistic, atavistische, atavistische die, de atavistische
- αταξία στα ολλανδικά - verwarring, rommel, disorde, rotzooi, janboel, wanorde, ataxie, ...
Τυχαίες λέξεις
Αταβισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: atavisme, atavism, het atavisme
Μεταφράσεις: atavisme, atavism, het atavisme