Αυτάρεσκος στα ολλανδικά

Μετάφραση: αυτάρεσκος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zelfgenoegzaam, uitgestreken, zelfvoldaan, zelfvoldane, smug
Αυτάρεσκος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτάρεσκος

αυτάρεσκος συνώνυμα, αυτάρεσκος ορισμός, αυτάρεσκος σημασια, αυτάρεσκος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αυτάρεσκος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αυστηρότητα στα ολλανδικά - strengheid, strafheid, hardheid, striktheid, nauwgezetheid, gestrengheid, strictness
  • αυτά στα ολλανδικά - hun, ze, deze, die, van deze, dit, volgende
  • αυτάρκης στα ολλανδικά - autarkisch, zelfgenoegzaam, zelfvoorzienend, zelfvoorzienende, zelfstandig
  • αυτές στα ολλανδικά - hun, ze, deze, die, van deze, dit, volgende
Τυχαίες λέξεις
Αυτάρεσκος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zelfgenoegzaam, uitgestreken, zelfvoldaan, zelfvoldane, smug