Αψιμαχία στα ολλανδικά

Μετάφραση: αψιμαχία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schermutseling, skirmish, schermutselingen
Αψιμαχία στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αψιμαχία

αψιμαχία λεξικό, αψιμαχία συνώνυμο, αψιμαχία ετυμολογία, αψιμαχία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αψιμαχία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αψίκορος στα ολλανδικά - apsikoros
  • αψηφώ στα ολλανδικά - trotseren, uittarten, tarten, uitdagen, afsnauwen, stompe, affront, ...
  • αϋπνία στα ολλανδικά - slapeloosheid, insomnia, van slapeloosheid, insomnie, slapeloosheid te
  • αόρατος στα ολλανδικά - onzichtbaar, onzichtbare, zichtbaar, onzichtbaar is, onzichtbaar zijn
Τυχαίες λέξεις
Αψιμαχία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schermutseling, skirmish, schermutselingen