Βάτος στα ολλανδικά

Μετάφραση: βάτος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schaats, glijmiddel, braamstruik, braambos, Bramble, braambes, doornenbos
Βάτος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βάτος

βάτος φυτό, βάτος σαγανάκι, βατος αχνιστός, βάτος ψάρι, βάτος ιδιότητες, βάτος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βάτος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βάσανο στα ολλανδικά - hartzeer, beproeving, kwelling, pijniging, straf, marteling, foltering
  • βάση στα ολλανδικά - grondslag, grondtal, grond, grondvlak, basis, base, hand, ...
  • βάτραχος στα ολλανδικά - kikvors, kikkers, padden, kikker, frog, kikker van, De Kikker van, ...
  • βάφω στα ολλανδικά - verf, afschilderen, schilderen, kleur, kleuren, verven, tint, ...
Τυχαίες λέξεις
Βάτος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schaats, glijmiddel, braamstruik, braambos, Bramble, braambes, doornenbos