Βοσκότοπος στα ολλανδικά

Μετάφραση: βοσκότοπος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weiland, weide, grasland, weidegrond, graasland, weilanden
Βοσκότοπος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βοσκότοπος

βοσκότοπος ε9, επιλέξιμος βοσκότοπος, βοσκότοπος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βοσκότοπος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βοράς στα ολλανδικά - noord, noorden, ten noorden, North
  • βοριάς στα ολλανδικά - noord, noorden, noordenwind, Zuidwest Wind, Noordwest Wind, Noordoost Wind, noordelijke wind
  • βοτανικός στα ολλανδικά - botanisch, botanische, Bloemen en planten, botanica, Botanical
  • βουίζω στα ολλανδικά - snorren, gonzen, brommen, neuriën, gegons, brom
Τυχαίες λέξεις
Βοσκότοπος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: weiland, weide, grasland, weidegrond, graasland, weilanden