Βρομώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: βρομώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stank, stinken, haver, van haver
Βρομώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βρομώ

βρομώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βρομώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βρομιά στα ολλανδικά - stinken, slib, slik, mest, stank, modder, vuil, ...
  • βρομόπαιδο στα ολλανδικά - vromopaido
  • βροντές στα ολλανδικά - bulderen, donderen, daveren, donder, donderslag, thunder, onweer, ...
  • βροντερός στα ολλανδικά - luid, schel, opzichtig, hard, gerommel, rommelende, rommelend, ...
Τυχαίες λέξεις
Βρομώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stank, stinken, haver, van haver