Γλίστρημα στα ολλανδικά
Μετάφραση: γλίστρημα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slippen, schuiven, uitglijden, glippen, glijden, strook
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλίστρημα
γλίστρημα προφυλακτικού, γλίστρημα του προφυλακτικού κατά την χρήση, γλίστρημα του τζέραρντ, γλίστρημα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γλίστρημα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- γκόμενος στα ολλανδικά - vriendje, vriend, vriendmeisje, vriendmeisje van, de vriendmeisje
- γλάρος στα ολλανδικά - meeuw, zeemeeuw, gull, zeemeeuw van, De Zeemeeuw
- γλίτσα στα ολλανδικά - schuim, modder, slib, slijk, slik, slijm, Slime, ...
- γλαφυρός στα ολλανδικά - klaar, levendig, lumineus, helder, licht, lichtend, welsprekend, ...
Τυχαίες λέξεις
Γλίστρημα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: slippen, schuiven, uitglijden, glippen, glijden, strook
Μεταφράσεις: slippen, schuiven, uitglijden, glippen, glijden, strook