Δαπάνη στα ολλανδικά

Μετάφραση: δαπάνη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kosten, besteding, vertering, consumptie, uitgaven, verbruik, uitgave, onkosten, koste
Δαπάνη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δαπάνη

δαπάνη αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών, δαπάνη αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών (παρ. 2 άρθρο 9 κ.φ.ε.), δαπάνη ενοικίου, δαπάνη αγοράσ αγαθών και παροχήσ υπηρεσιών 2012, δαπάνη για αγορά φαρμάκων, δαπάνη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δαπάνη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δανεισμός στα ολλανδικά - lenen, lening, ontlening, leningen, opgenomen, financieringskosten
  • δαπάνες στα ολλανδικά - besteding, verbruik, vertering, uitgaven, consumptie, kosten, de kosten, ...
  • δαπανηρός στα ολλανδικά - waardevol, prijzig, duur, kostbaar, kostbare, dure, duurder
  • δασκάλα στα ολλανδικά - leraar, instructeur, onderwijzer, onderwijzeres, leerkracht, schooljuffrouw, lerares, ...
Τυχαίες λέξεις
Δαπάνη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kosten, besteding, vertering, consumptie, uitgaven, verbruik, uitgave, onkosten, koste