Verbruik στα ελληνικά
Μετάφραση: verbruik, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δαπάνες, φθίση, δαπάνη, κατανάλωση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Μεταφράσεις
- begieten στα ελληνικά - ποτίζω, ύδωρ, αρδεύω, νερό, άρδευση, την άρδευση, αρδεύουν, ...
- boekhouding στα ελληνικά - λογιστική, τήρηση λογιστικών βιβλίων, λογιστικών, λογιστικής, τήρησης βιβλίων, τήρηση βιβλίων
- ruiter στα ελληνικά - αναβάτης, καβαλάρης, αναβάτη, οδηγό, οδηγός
- tact στα ελληνικά - διπλωματικότητα, λεπτότητα, τάκτ, ορθοφροσύνη, επικοινωνήστε, επικοινωνήστε με
Τυχαίες λέξεις
Verbruik στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δαπάνες, φθίση, δαπάνη, κατανάλωση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Μεταφράσεις: δαπάνες, φθίση, δαπάνη, κατανάλωση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από