Perk στα ελληνικά

Μετάφραση: perk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πελούζα, παραμεθόριος, γκαζόν, κρεβάτι, δεμένος, όριο, περιορίζω, σύνορο, κλίνης, κλίνη, κρεβατιού, bed
Perk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • periodiek στα ελληνικά - ανασκόπηση, ανασκοπώ, κριτική, αναθεωρώ, περιοδικά, περιοδικώς, περιοδική, ...
  • periscoop στα ελληνικά - περισκόπιο, Periscope, περισκοπίου, το Periscope, περισκοπιο
  • perkament στα ελληνικά - περγαμηνή, περγαμηνής, περγαμηνοειδή, περγαμηνές
  • permanent στα ελληνικά - συνεχώς, μόνιμος, περμανάντ, Perm, Περμ, Επιτρεπόμενη ένταση, Επιτρεπόμενη
Τυχαίες λέξεις
Perk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πελούζα, παραμεθόριος, γκαζόν, κρεβάτι, δεμένος, όριο, περιορίζω, σύνορο, κλίνης, κλίνη, κρεβατιού, bed