Διαισθητικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαισθητικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
intuïtief, intuïtieve, intuitieve, intuïtiever, de intuïtieve
Διαισθητικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαισθητικός

διαισθητικόσ τρόποσ σκέψησ, διαισθητικός συνώνυμα, διαισθητικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαισθητικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαθλώ στα ολλανδικά - breken, buigen, te buigen, afbuigen, diffracteren
  • διαιρώ στα ολλανδικά - afwateringsgebied, afscheiden, delen, afbreken, kloven, scheuren, doorklieven, ...
  • διαιτησία στα ολλανδικά - arbitrage, arbitrageprocedure, scheidsrechterlijke, arbitrale
  • διαιτητής στα ολλανδικά - scheidsrechter, arbiter, referent
Τυχαίες λέξεις
Διαισθητικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: intuïtief, intuïtieve, intuitieve, intuïtiever, de intuïtieve