Διαιτολόγιο στα ολλανδικά
Μετάφραση: διαιτολόγιο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dieet, voeding, voedsel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαιτολόγιο
διαιτολόγιο θηλασμού, διαιτολόγιο εφήβων, διαιτολογιο για εφήβους, διαιτολόγιο 1200 θερμίδων, διαιτολόγιο nasa, διαιτολόγιο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαιτολόγιο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διαιτητής στα ολλανδικά - scheidsrechter, arbiter, referent
- διαιτητεύω στα ολλανδικά - beslechten, bemiddelen, arbitreren, arbitrage, te bemiddelen
- διακανονισμός στα ολλανδικά - maatregel, zetting, organisatie, schikking, akkoord, regeling, inrichting, ...
- διακεκριμένος στα ολλανδικά - opvallend, uitstekend, vooraanstaand, prominente, vooraanstaande, prominent, belangrijke
Τυχαίες λέξεις
Διαιτολόγιο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dieet, voeding, voedsel
Μεταφράσεις: dieet, voeding, voedsel