Διαιτολόγιο στα δανικά
Μετάφραση: διαιτολόγιο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
diæt, kost, kosten, ernæring
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαιτολόγιο
διαιτολόγιο θηλασμού, διαιτολόγιο εφήβων, διαιτολογιο για εφήβους, διαιτολόγιο 1200 θερμίδων, διαιτολόγιο nasa, διαιτολόγιο λεξικό γλώσσας δανικά, διαιτολόγιο στα δανικά
Μεταφράσεις
- διαιτητής στα δανικά - dommer, dommeren, dommeren for, dommeren der, dommeren for at
- διαιτητεύω στα δανικά - mægle, dømme, arbitrate, voldgift, mægle i
- διακανονισμός στα δανικά - organisering, indbo, afregning, forlig, afvikling, løsning, bilæggelse
- διακεκριμένος στα δανικά - fremtrædende, prominent, prominente, iøjnefaldende, fremstående
Τυχαίες λέξεις
Διαιτολόγιο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: diæt, kost, kosten, ernæring
Μεταφράσεις: diæt, kost, kosten, ernæring