Διερωτώμαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: διερωτώμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbazing, wonder, zich afvragen, benieuwd zijn, verwondering, afvragen
Διερωτώμαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διερωτώμαι

διερωτώμαι λεξικό, διερωτώμαι ορισμος, διερωτώμαι κλίση, διερωτώμαι αγγλικά, διερωτώμαι συνώνυμα, διερωτώμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διερωτώμαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διερεύνηση στα ολλανδικά - onderzoek, examen, keuring, onderzoektijdvak, onderzoek naar, het onderzoek, onderzoeksprocedure
  • διερμηνέας στα ολλανδικά - vertaler, vertolker, tolk, interpreter, interpretator
  • διευθέτηση στα ολλανδικά - maatregel, regeling, omtrek, zetting, inrichting, schikking, organisatie, ...
  • διευθετώ στα ολλανδικά - verklaring, resolutie, besluit, betuiging, uitspraak, motie, declaratie, ...
Τυχαίες λέξεις
Διερωτώμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verbazing, wonder, zich afvragen, benieuwd zijn, verwondering, afvragen