Διμερής στα ολλανδικά

Μετάφραση: διμερής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bilaterale, bilateraal, de bilaterale, van bilaterale
Διμερής στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διμερής

διμερής σύμβαση, διμερής συνεργασία ελλάδα τουρκία, διμερής συνεργασία ελλάδα γερμανία, διμερήσ ε τ συνεργασία ελλάδασ ισραήλ, διμερής γράφος, διμερής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διμερής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δικτατορία στα ολλανδικά - dictatuur, de dictatuur, dictatuur van, dictatorschap
  • δικτυωτό στα ολλανδικά - traliewerk, rasterwerk, rooster, lattice, raster
  • διμοιρία στα ολλανδικά - peloton, peleton, platoon, peloton van, het peloton
  • διοίκηση στα ολλανδικά - administratiekantoor, beheer, bestuur, toediening, administratie, commando, bevel, ...
Τυχαίες λέξεις
Διμερής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bilaterale, bilateraal, de bilaterale, van bilaterale