Δραστηριοποιούμαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: δραστηριοποιούμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beetnemen, pakken, beetpakken, voortmaken
Δραστηριοποιούμαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δραστηριοποιούμαι

δραστηριοποιούμαι translation, δραστηριοποιούμαι dictionary, δραστηριοποιούμαι συνώνυμα, δραστηριοποιούμαι english, δραστηριοποιούμαι μεταφραση, δραστηριοποιούμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δραστηριοποιούμαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δρασκελιά στα ολλανδικά - tred, voetstap, schrede, treden, pas, stap, schrijden, ...
  • δραστήριος στα ολλανδικά - ferm, flink, werkdadig, energiek, werkend, bedrijvig, krachtig, ...
  • δραστηριότητα στα ολλανδικά - werking, toedoen, activiteit, actie, handeling, gedoe, optreden, ...
  • δραστικός στα ολλανδικά - krachtig, machtig, sterk, krachtige, potente
Τυχαίες λέξεις
Δραστηριοποιούμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beetnemen, pakken, beetpakken, voortmaken