Εγγύτητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: εγγύτητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
buurt, nabijheid, nabijheid van, de nabijheid, omgeving
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγγύτητα
εγγύτητα λεξικό, εγγύτητα βικιπαιδεια, εγγύτητα σημαίνει, γεωγραφική εγγύτητα, εγγύτητα τι σημαινει, εγγύτητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγγύτητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εγγυώμαι στα ολλανδικά - garantie, garanderen, waarborg, beveiligen, sponsoren, waarborgen, verzekeren, ...
- εγγύηση στα ολλανδικά - waarborgen, garantie, waarborg, beveiligen, zekerheid, verzekeren, garanderen, ...
- εγείρομαι στα ολλανδικά - ontstaan, stijgen, rijzen, opstaan, verrijzen, toenemen
- εγκάθετος στα ολλανδικά - spraak, taal, tong, zitten, zit, te zitten, Sit, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγγύτητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: buurt, nabijheid, nabijheid van, de nabijheid, omgeving
Μεταφράσεις: buurt, nabijheid, nabijheid van, de nabijheid, omgeving