Εισπνοή στα ολλανδικά

Μετάφραση: εισπνοή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inademing, inhalatie, inademen, het inademen, inhaleren
Εισπνοή στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισπνοή

εισπνοή χλωρίου, εισπνοή υγραερίου, εισπνοή εκπνοή, εισπνοή μούχλας, εισπνοή ηλίου, εισπνοή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εισπνοή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εισιτήριο στα ολλανδικά - biljet, kaartje, bon, plaatsbewijs, plaatskaartje, ticket, tickets, ...
  • εισπνέω στα ολλανδικά - ophalen, inhaleren, inademen, inademt, Adem, inhaleer
  • εισροή στα ολλανδικά - instroom, toevloed, instroming, toestroom
  • εισχωρώ στα ολλανδικά - doordringen, binnendringen, dringen, penetreren, door te dringen
Τυχαίες λέξεις
Εισπνοή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: inademing, inhalatie, inademen, het inademen, inhaleren