Εκδίκηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: εκδίκηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wraak, revanche, wreken, wraak te, wraak te nemen
Εκδίκηση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκδίκηση

εκδίκηση σειρά, εκδίκηση στο mega, εκδίκηση περιλήψεις επεισοδίων, εκδίκηση επεισόδια, εκδίκηση τελευταίο επεισόδιο, εκδίκηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εκδίκηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εκδήλωση στα ολλανδικά - manifestatie, openbaring, uiting, verschijningsvorm, de manifestatie
  • εκδίδω στα ολλανδικά - opstellen, opmaken, stileren, redigeren, uitgeven, bewerken, wijzigen, ...
  • εκδηλωτικός στα ολλανδικά - aanwijzend, aanschouwelijk, demonstratieve, demonstratief, aanwijzende
  • εκδικάζω στα ολλανδικά - inspanning, test, moeite, toets, pogen, toetsing, proberen, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκδίκηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wraak, revanche, wreken, wraak te, wraak te nemen