Ελίσσομαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: ελίσσομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kronkelen, slingeren, dolen, Meander, meanderpatronen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελίσσομαι
ελίσσομαι english, ελίσσομαι συνώνυμο, εξελίσσομαι english, ελίσσομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ελίσσομαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ελέγχω στα ολλανδικά - examen, concours, toets, beproeving, poging, checken, trachten, ...
- ελέφαντας στα ολλανδικά - olifant, Elephant, olifanten, de Olifant, van de olifant
- ελίτ στα ολλανδικά - elite, de elite, elite van
- ελαστικός στα ολλανδικά - elastisch, elastiek, elastische, rekbaar, elasticiteit
Τυχαίες λέξεις
Ελίσσομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kronkelen, slingeren, dolen, Meander, meanderpatronen
Μεταφράσεις: kronkelen, slingeren, dolen, Meander, meanderpatronen