Ελίσσομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ελίσσομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tencionar, meio, ziguezaguear, achar, entender, meandro, meander, meandros, de meandros, serpenteiam
Ελίσσομαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελίσσομαι

ελίσσομαι english, ελίσσομαι συνώνυμο, εξελίσσομαι english, ελίσσομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ελίσσομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ελέγχω στα πορτογαλικά - testes, provar, experiência, auditorias, prova, esforço, ensaiar, ...
  • ελέφαντας στα πορτογαλικά - elementar, elefante, Elephant, do elefante, elefantes, de elefante
  • ελίτ στα πορτογαλικά - elite, de elite, elites, da elite, elite de
  • ελαστικός στα πορτογαλικά - elástico, elástica, elásticos, elásticas, elasticidade
Τυχαίες λέξεις
Ελίσσομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tencionar, meio, ziguezaguear, achar, entender, meandro, meander, meandros, de meandros, serpenteiam