Ελεύθερα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ελεύθερα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gratis, vrij, vrije
Ελεύθερα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελεύθερα

ελεύθερα παιχνίδια, ελεύθερα λιπαρά οξέα, ελεύθερα λογισμικά, ελεύθερα δεδομένα gis, ελεύθερα σχολεία waldorf, ελεύθερα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ελεύθερα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ελευθερία στα ολλανδικά - vlotheid, vrijdom, vrijheid, de vrijheid, vrije, vrij, vrij verrichten
  • ελευθερώνω στα ολλανδικά - hel, zuiver, licht, duidelijk, helder, uitgesproken, netto, ...
  • ελιά στα ολλανδικά - olijf, olijf-, olijfolie, olijfgroen, olijven
  • ελιγμός στα ολλανδικά - manoeuvreren, rangeren, manoeuvre, manoeuvreerruimte, bewegingsruimte, handeling
Τυχαίες λέξεις
Ελεύθερα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gratis, vrij, vrije