Ελλειπτικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ελλειπτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gebrekkig, defect, elliptisch, elliptische, ellipsvormige, elliptische trainer, ellipsvormig
Ελλειπτικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελλειπτικός

ελλειπτικός γαλαξίας, ελλειπτικός λόγος, ελλειπτικός κύλινδρος, ελλειπτικός κύκλος, ελλειπτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ελλειπτικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ελικόπτερο στα ολλανδικά - helikopter, helicopter, helikopters, helikopter van, de helikopter
  • ελκυστικός στα ολλανδικά - aanlokkelijk, aantrekkelijk, aantrekkelijke, aantrekkelijker, mooie, mooi
  • ελλιπής στα ολλανδικά - onvoldoende, kort, korte, op korte, Kortom, de korte
  • ελπίδα στα ολλανδικά - hoop, verwachting, hopen, hoop dat, hopen dat, verwachten
Τυχαίες λέξεις
Ελλειπτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gebrekkig, defect, elliptisch, elliptische, ellipsvormige, elliptische trainer, ellipsvormig