Εμείς στα ολλανδικά
Μετάφραση: εμείς, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wij, ons, we, die we, dat we, hebben we
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμείς
εμείς η πόλη, εμείς οι έποικοι, εμείς κι εμείς, εμείς τα μπατιράκια, εμείς οι έλληνες, εμείς λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εμείς στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εμβρόντητος στα ολλανδικά - sprakeloos, stom, verbijsterd, verdoofd, bedwelmd, verbaasde, versteld
- εμβόλιο στα ολλανδικά - vaccin, entstof, vaccine, vaccins, het vaccin
- εμμένω στα ολλανδικά - dulden, lijden, afhalen, harden, volhouden, uitstaan, blijven, ...
- εμμονή στα ολλανδικά - werkingsduur, adhesie, grip, volharding, vasthoudendheid, doorzettingsvermogen, het doorzettingsvermogen, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμείς στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wij, ons, we, die we, dat we, hebben we
Μεταφράσεις: wij, ons, we, die we, dat we, hebben we