Ενδελέχεια στα ολλανδικά
Μετάφραση: ενδελέχεια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sedulousness
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενδελέχεια
ενδελέχεια σημασία, ενδελέχεια χάρτινες σαίτες στιχοι, ενδελέχεια - τι τραγούδι να σου πω, ενδελέχεια δισκογραφία, ενδελέχεια τι σημαινει, ενδελέχεια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ενδελέχεια στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ενασχόληση στα ολλανδικά - hobby, bezetting, bewoning, bezigheid, beroep, bezetting van
- ενδέκατος στα ολλανδικά - elfde, de elfde, elf
- ενδελεχής στα ολλανδικά - eeuwig, onophoudelijk, oneindig, voortdurend, eindeloos, volhardend, ijverig, ...
- ενδεχόμενο στα ολλανδικά - eventualiteit, mogelijkheid, mogelijkheid om, mogelijk, mogelijkheden, kans
Τυχαίες λέξεις
Ενδελέχεια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: sedulousness
Μεταφράσεις: sedulousness