Ενδελέχεια στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ενδελέχεια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sedulousness
Ενδελέχεια στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενδελέχεια

ενδελέχεια σημασία, ενδελέχεια χάρτινες σαίτες στιχοι, ενδελέχεια - τι τραγούδι να σου πω, ενδελέχεια δισκογραφία, ενδελέχεια τι σημαινει, ενδελέχεια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ενδελέχεια στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ενασχόληση στα πορτογαλικά - amealhar, passatempo, ocupação, profissão, a ocupação, profissional, de ocupação
  • ενδέκατος στα πορτογαλικά - décimo primeiro, undécimo, XI, décima primeira, décimo
  • ενδελεχής στα πορτογαλικά - perene, imperecível, perpétuo, eterno, assíduo, assídua, assíduos, ...
  • ενδεχόμενο στα πορτογαλικά - possibilidade, possibilidade de, possibilidades, possível, eventualidade
Τυχαίες λέξεις
Ενδελέχεια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sedulousness