Ενοίκιο στα ολλανδικά
Μετάφραση: ενοίκιο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
huur, scheur, pachten, verhuren, huren, huurprijs, te huur, verhuur
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοίκιο
ενοίκιο εφορία, ενοίκιο που πληρώσατε για κύρια κατοικία της οικογένειας, ενοίκιο κύριασ κατοικίασ, ενοίκιο θεσσαλονίκη, ενοίκιο φορολογική δήλωση, ενοίκιο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ενοίκιο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εννέα στα ολλανδικά - negen, van negen
- εννοώ στα ολλανδικά - schraperig, inhalig, pinnig, betekenen, hebzuchtig, middelbaar, beduiden, ...
- ενοικίαση στα ολλανδικά - huren, huur, te huren, verhuur, huren van
- ενοικιάζομαι στα ολλανδικά - gedogen, veroorloven, toelaten, vergunnen, toestaan, loslaten, laten, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενοίκιο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: huur, scheur, pachten, verhuren, huren, huurprijs, te huur, verhuur
Μεταφράσεις: huur, scheur, pachten, verhuren, huren, huurprijs, te huur, verhuur