Ενοίκιο στα ρωσικά

Μετάφραση: ενοίκιο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аренда, арендовать, разрыв, снимать, пройма, расселина, квартплата, несогласие, плата, щель, рента, нанять, оброк, нанимать, трещина, дыра, аренду, аренды, в аренду
Ενοίκιο στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοίκιο

ενοίκιο εφορία, ενοίκιο που πληρώσατε για κύρια κατοικία της οικογένειας, ενοίκιο κύριασ κατοικίασ, ενοίκιο θεσσαλονίκη, ενοίκιο φορολογική δήλωση, ενοίκιο λεξικό γλώσσας ρωσικά, ενοίκιο στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • εννέα στα ρωσικά - девятка, девять, девяти, девятьсот, девятью
  • εννοώ στα ρωσικά - плюгавый, нищий, состояние, богатство, думать, низкий, плохой, ...
  • ενοικίαση στα ρωσικά - прокат, нанимать, нанять, аренду, аренда
  • ενοικιάζομαι στα ρωσικά - уронить, распоясаться, проболтаться, прозевать, ронять, упустить, пропускать, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενοίκιο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: аренда, арендовать, разрыв, снимать, пройма, расселина, квартплата, несогласие, плата, щель, рента, нанять, оброк, нанимать, трещина, дыра, аренду, аренды, в аренду