Ενοίκιο στα πολωνικά

Μετάφραση: ενοίκιο, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wypożyczać, wynajmować, najem, komorne, wynajem, renta, podrzeć, wynajęcie, dzierżawić, dzierżawa, czynsz, wynająć, wypożyczalnia, nająć, wypożyczenie, wypożyczyć, wynajęcia
Ενοίκιο στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοίκιο

ενοίκιο εφορία, ενοίκιο που πληρώσατε για κύρια κατοικία της οικογένειας, ενοίκιο κύριασ κατοικίασ, ενοίκιο θεσσαλονίκη, ενοίκιο φορολογική δήλωση, ενοίκιο λεξικό γλώσσας πολωνικά, ενοίκιο στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • εννέα στα πολωνικά - dziewięć, dziewięćset, dziewięciu, nine
  • εννοώ στα πολωνικά - wredny, pośledni, myśleć, nędzny, gałgański, zamierzać, podły, ...
  • ενοικίαση στα πολωνικά - komorne, czynsz, należność, dzierżawa, wynajem, wynająć, najem, ...
  • ενοικιάζομαι στα πολωνικά - pozwolić, zezwalać, dawać, pozwalać, umożliwiać, wynająć, puszczać, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενοίκιο στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wypożyczać, wynajmować, najem, komorne, wynajem, renta, podrzeć, wynajęcie, dzierżawić, dzierżawa, czynsz, wynająć, wypożyczalnia, nająć, wypożyczenie, wypożyczyć, wynajęcia