Εξομοιώνω στα ολλανδικά
Μετάφραση: εξομοιώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwerken, assimileren, sjaals, shawls, Sjaal, Scarves, Schal
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξομοιώνω
εξομοιώνω αντιθετο, αφομοιώνω συνώνυμο, εξομοιώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εξομοιώνω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εξοκέλλω στα ολλανδικά - stranden, draad, snoer, streng, Strand, onderdeel, bundel
- εξολοθρεύω στα ολλανδικά - ontwortelen, uitroeien, verdelgen, roeien, te roeien, uit te roeien
- εξομολογητής στα ολλανδικά - biechtvader, mijn biechtvader, confessor, belijder, biechtvader van
- εξομολογώ στα ολλανδικά - bekennen, erkennen, toegeven, biechten, belijden, te belijden
Τυχαίες λέξεις
Εξομοιώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verwerken, assimileren, sjaals, shawls, Sjaal, Scarves, Schal
Μεταφράσεις: verwerken, assimileren, sjaals, shawls, Sjaal, Scarves, Schal