Λέξη: συσσώρευση

Σχετικές λέξεις: συσσώρευση

συσσώρευση υγρού πίσω από το τύμπανο, συσσώρευση συνώνυμο, συσσώρευση αιμοπεταλίων, συσσώρευση λίπους στην κοιλιά, συσσώρευση κεφαλαίου και παγκοσμιοποίηση στην τουρκία διαχρονικά, συσσώρευση κεφαλαίου, συσσώρευση υγρού στην κοιλιακή χώρα, συσσώρευση αντώνυμο, συσσώρευση πλούτου, συσσώρευση λίπους

Συνώνυμα: συσσώρευση

σανίδωμα, πρόχειρος φράκτης εκ σανίδων, πρόχειρος φράχτης από σανίδες, σύμπηξη, συσφαίρωση, μάζα

Μεταφράσεις: συσσώρευση

συσσώρευση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accumulation, accumulating, agglomeration, cumulation, accumulation of

συσσώρευση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acumulación, la acumulación, acumulación de, la acumulación de, de acumulación

συσσώρευση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
akkumulation, ansammlung, haufen, anhäufung, zuwachs, häufung, stau, gruppierung, Anhäufung, Akkumulation, Ansammlung, Kumulation, Häufung

συσσώρευση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agrégation, amas, augmentation, collection, amoncellement, agglomération, cumul, accumulation, accroissement, entassement, l'accumulation, accumulation de, une accumulation

συσσώρευση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ammassamento, accumulazione, accumulo, accumulo di, l'accumulo, di accumulo

συσσώρευση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reunião, grupo, colecção, amontoamento, acumulação, acúmulo, acumulação de, acúmulo de, a acumulação

συσσώρευση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bundel, hoop, samenscholing, kudde, collectie, drift, aggregatie, verzameling, opeenhoping, opeenstapeling, groep, ophoping, accumulatie, de accumulatie

συσσώρευση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скопление, сосредоточение, масса, коллекция, сбор, накопление, накапливание, собирание, нарастание, груда, аккумуляция, нагромождение, накопления, накоплением

συσσώρευση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
opphopning, akkumulering, ansamling, oppbygging, oppsamling

συσσώρευση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ackumulering, ackumulation, ansamling, anhopning, ackumuleringen

συσσώρευση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kasautuma, kertymä, kasaantuma, kertyminen, kasa, kokoelma, kertymistä, keskittymisen, kerääntyminen

συσσώρευση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ophobning, akkumulering, akkumulation, akkumuleringen, ophobningen

συσσώρευση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hromada, nahromadění, hromadění, shluk, nakupení, akumulace, akumulaci, kumulace

συσσώρευση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
akumulacja, kumulacja, nawarstwienie, spiętrzenie, nagromadzenie, gromadzenie, zgromadzenie

συσσώρευση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felhalmozódás, felhalmozódása, felhalmozódását, felhalmozási, felhalmozása

συσσώρευση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
büyüme, toplama, koleksiyon, birikim, birikimi, birikmesi, birikiminin, biriktirme

συσσώρευση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
збір, накопичування, купа, акумуляція, груда, накопичення, нагромадження, накопиченню

συσσώρευση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
akumulim, grumbullim, akumulimi, akumulimin, akumulimit

συσσώρευση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
натопления, натрупване, натрупването, натрупване на, акумулиране, кумулиране

συσσώρευση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
назапашванне, накапленне, назапашваньне

συσσώρευση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
akumulatsioon, kogunemine, kogunemise, kogunemist, akumulatsiooni, kuhjumist

συσσώρευση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
akumulacija, akumulacije, gomilanje, akumuliranje, akumulaciju

συσσώρευση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
uppsöfnun, söfnun, samansafn, uppsöfnunar, uppsöfnun verður

συσσώρευση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaupimas, susikaupimas, kaupimasis, kaupimo, kaupimosi

συσσώρευση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kolekcija, uzkrāšana, akumulācija, uzkrāšanās, uzkrāšanos, uzkrāšanas

συσσώρευση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
акумулација, акумулацијата, акумулирање, таложење, акумулација на

συσσώρευση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
colecţie, acumulare, acumularea, de acumulare, acumulării, acumularea de

συσσώρευση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kopičenje, akumulacija, akumulacije, kopičenja, nabiranje

συσσώρευση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
akumulácia, akumulácie, akumulácii, hromadenie, kumulácie
Τυχαίες λέξεις