Επίδεσμος στα ολλανδικά
Μετάφραση: επίδεσμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afbinden, toebinden, verband, zwachtel, bandage, pleister, blinddoek
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίδεσμος
επίδεσμος σε μορφή σπρέι, επίδεσμος αγκώνα, επίδεσμος καρπού, επίδεσμος αστραγάλου, επίδεσμος αράχνη, επίδεσμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επίδεσμος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επίγονος στα ολλανδικά - afstammeling, afstamming, nakomeling, nazaat, telg, descendant
- επίδειξη στα ολλανδικά - vertoning, betoging, demonstratie, manifestatie, bewijs, demonstratieprojecten
- επίδομα στα ολλανδικά - pré, concessie, premie, toeslag, voordeel, vergunning, toelage, ...
- επίδραση στα ολλανδικά - ontroeren, treffen, bewegen, aandoen, beïnvloeden, invloed, effect, ...
Τυχαίες λέξεις
Επίδεσμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afbinden, toebinden, verband, zwachtel, bandage, pleister, blinddoek
Μεταφράσεις: afbinden, toebinden, verband, zwachtel, bandage, pleister, blinddoek