Επιδείνωση στα ολλανδικά

Μετάφραση: επιδείνωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verergering, verzwaring, ergernis, verslechtering, een verergering
Επιδείνωση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιδείνωση

επιδείνωση καιρού, θεραπευτική επιδείνωση, επιδείνωση συνώνυμο, επιδείνωση βικιλεξικο, επιδείνωση του καιρού, επιδείνωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιδείνωση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιδαψίλευση στα ολλανδικά - epidapsilefsi
  • επιδαψιλεύω στα ολλανδικά - kwistig, douchen, douche, stortbad, weelderige, royale, overvloedige, ...
  • επιδεικτικός στα ολλανδικά - opzichtig, opzichtige, showy, opvallend, opvallende
  • επιδεινώνω στα ολλανδικά - prikkelen, verslechteren, verergeren, verergert, verslechtert, erger, erger wordt, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιδείνωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verergering, verzwaring, ergernis, verslechtering, een verergering