Επιδείνωση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: επιδείνωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agravamento, agravação, o agravamento, piora, agravante
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιδείνωση
επιδείνωση καιρού, θεραπευτική επιδείνωση, επιδείνωση συνώνυμο, επιδείνωση βικιλεξικο, επιδείνωση του καιρού, επιδείνωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επιδείνωση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- επιδαψίλευση στα πορτογαλικά - epidapsilefsi
- επιδαψιλεύω στα πορτογαλικά - expor, mostrar, exibir, chuveiro, pródigo, luxuoso, pródiga, ...
- επιδεικτικός στα πορτογαλικά - vistoso, showy, vistosa, vistosas, chamativo
- επιδεινώνω στα πορτογαλικά - agravar, detergente, composto, deteriorar, piora, agrava, se agrava, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιδείνωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: agravamento, agravação, o agravamento, piora, agravante
Μεταφράσεις: agravamento, agravação, o agravamento, piora, agravante