Επιθυμητός στα ολλανδικά
Μετάφραση: επιθυμητός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
begeerlijk, wenselijk, gewenst, gewenste, wenselijke, wenselijk is
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιθυμητός
επιθυμητός αγγλικά, επιθυμητός english, επιθυμητός συνώνυμα, επιθυμητός συνώνυμο, επιθυμητός στα αγγλικά, επιθυμητός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιθυμητός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επιθεώρηση στα ολλανδικά - examen, schoolexamen, schouw, bezoek, schouwing, inspectie, inzage, ...
- επιθυμία στα ολλανδικά - lust, begeren, zin, verlangen, wens, wensen, zucht, ...
- επικήδειος στα ολλανδικά - begrafenis, uitvaart, begrafenissen, Funeral, Begrafenisondernemers
- επικίνδυνα στα ολλανδικά - gevaarlijk, gevaarlijke, op gevaarlijke, een gevaarlijke, gevaarlijke wijze
Τυχαίες λέξεις
Επιθυμητός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: begeerlijk, wenselijk, gewenst, gewenste, wenselijke, wenselijk is
Μεταφράσεις: begeerlijk, wenselijk, gewenst, gewenste, wenselijke, wenselijk is