Επιτομή στα ολλανδικά

Μετάφραση: επιτομή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prototype, samenvatting, uittreksel, belichaming, epitome, verpersoonlijkte epitome
Επιτομή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτομή

επιτομή σημασία, επιτομή διοικητικού δικαίου, επιτομή εμπορικού δικαίου, επιτομή ορισμός, επιτομή του μεγάλου λεξικού της ελληνικής γλώσσης, επιτομή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιτομή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιτιθέμενος στα ολλανδικά - aanvaller, kwaadwillende, hacker, de aanvaller
  • επιτιμώ στα ολλανδικά - standje, afkeuren, gispen, berispen, laken, verwijten, smadelijk verweten, ...
  • επιτρέπω στα ολλανδικά - gedogen, toelaten, vergunnen, laten, veroorloven, verlof, licentie, ...
  • επιτρεπτός στα ολλανδικά - toelaatbaar, geoorloofd, toegestane, toelaatbare, toegelaten
Τυχαίες λέξεις
Επιτομή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: prototype, samenvatting, uittreksel, belichaming, epitome, verpersoonlijkte epitome