Επιφανειακός στα ολλανδικά
Μετάφραση: επιφανειακός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vluchtig, oppervlakkig, ondiep, licht, oppervlak, oppervlakte, ondergrond, het oppervlak, vlak
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιφανειακός
επιφανειακός συνώνυμα, επιφανειακός λεξικό, επιφανειακός άνθρωπος, επιφανειακός συνώνυμο, επιφανειακός αγγλικά, επιφανειακός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιφανειακός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επιφανής στα ολλανδικά - roemvol, welbekend, roemruchtig, gerenommeerd, vermaard, befaamd, glorieus, ...
- επιφανειακά στα ολλανδικά - oppervlak, oppervlakte, ondergrond, het oppervlak, vlak
- επιφυλακτικά στα ολλανδικά - behoedzaam, omzichtig, voorzichtig, voorzichtigheid, met voorzichtigheid
- επιφυλακτικός στα ολλανδικά - gereserveerd, behoedzaam, voorzichtig, voorzichtige, voorzichtiger, terughoudend
Τυχαίες λέξεις
Επιφανειακός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vluchtig, oppervlakkig, ondiep, licht, oppervlak, oppervlakte, ondergrond, het oppervlak, vlak
Μεταφράσεις: vluchtig, oppervlakkig, ondiep, licht, oppervlak, oppervlakte, ondergrond, het oppervlak, vlak