Ευδιάθετος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ευδιάθετος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vrolijk
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευδιάθετος
ευδιάθετος συνώνυμο, ευδιάθετος συνωνυμα, ευδιάθετος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευδιάθετος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ευγονία στα ολλανδικά - kinderrijkdom, eugenisch, eugenische, eugenetica-, eugenetische, eugenetisch
- ευδαιμονία στα ολλανδικά - gelukzaligheid, Bliss, zaligheid, geluk, zegen
- ευδιάκριτος στα ολλανδικά - uitstekend, opvallend, onderscheiden, verschillend, duidelijk, uitgesproken, apart
- ευδοκιμώ στα ολλανδικά - tieren, gedijen, bloeien, floreren, groeien
Τυχαίες λέξεις
Ευδιάθετος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vrolijk
Μεταφράσεις: vrolijk