Ευθυγραμμίζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: ευθυγραμμίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
richten, uitlijnen, lijn, af te stemmen, lijnen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευθυγραμμίζω
ευθυγραμμίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευθυγραμμίζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ευημερία στα ολλανδικά - welvarendheid, bloei, welstand, geluk, welvaart, voorspoed, de welvaart, ...
- ευημερώ στα ολλανδικά - bloeien, gedijen, floreren, tieren, voorspoed hebben, voorspoedig
- ευθυδικία στα ολλανδικά - billijkheid, eigen vermogen, vermogen, het eigen vermogen, equity
- ευθυμία στα ολλανδικά - dartel, schalks, ondeugend, juichen, gejuich, vrolijkheid, cheer, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευθυγραμμίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: richten, uitlijnen, lijn, af te stemmen, lijnen
Μεταφράσεις: richten, uitlijnen, lijn, af te stemmen, lijnen