Εφεκτικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: εφεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorzichtig, behoedzaam, efektikos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφεκτικός
ανεκτικός λεξικό, εφεκτικός λεξικό, ενδοτικός αντωνυμο, εφεκτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εφεκτικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εφεδρεία στα ολλανδικά - reserveren, bestellen, openhouden, aanvragen, boeken, reserve, bewaren, ...
- εφεδρικός στα ολλανδικά - aanvragen, bestellen, boeken, intekenen, openhouden, bewaren, bespreken, ...
- εφευρέτης στα ολλανδικά - uitvinder, de uitvinder, bedenker, uitvinder van
- εφευρίσκω στα ολλανδικά - uitvinden, bedenken, verzinnen, uitdenken, bekokstoven, beramen, contrive
Τυχαίες λέξεις
Εφεκτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: voorzichtig, behoedzaam, efektikos
Μεταφράσεις: voorzichtig, behoedzaam, efektikos