Εφεκτικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εφεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prudente, cauteloso, efektikos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφεκτικός
ανεκτικός λεξικό, εφεκτικός λεξικό, ενδοτικός αντωνυμο, εφεκτικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εφεκτικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εφεδρεία στα πορτογαλικά - reserva, guardar, reservar, ressentir, reserva de, de reserva, reservas, ...
- εφεδρικός στα πορτογαλικά - reservar, ressentir, guardar, reserva, backup, de backup, apoio, ...
- εφευρέτης στα πορτογαλικά - inventor, inventora, o inventor, criador
- εφευρίσκω στα πορτογαλικά - invasão, inventar, invente, urdir, maquinar, contrive, planejar, ...
Τυχαίες λέξεις
Εφεκτικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: prudente, cauteloso, efektikos
Μεταφράσεις: prudente, cauteloso, efektikos