Ζητιανεύω στα ολλανδικά
Μετάφραση: ζητιανεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedelen, schooien, venten, cadge, klaplopen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ζητιανεύω
ζητιανεύω συνώνυμα, ζητιανεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ζητιανεύω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ζημιά στα ολλανδικά - defect, schenden, beschadiging, verwoesten, beschadigen, stukmaken, bederven, ...
- ζητιάνος στα ολλανδικά - bedelaar, schooier, beggar
- ζητωκραυγάζω στα ολλανδικά - juichen, gejuich, vrolijkheid, cheer, moed
- ζητώ στα ολλανδικά - vragen, eis, behoefte, vergen, eisen, aanvragen, petitie, ...
Τυχαίες λέξεις
Ζητιανεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bedelen, schooien, venten, cadge, klaplopen
Μεταφράσεις: bedelen, schooien, venten, cadge, klaplopen