Ζυγίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ζυγίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afwegen, overwegen, wegen, weegt, weeg, te wegen
Ζυγίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ζυγίζω

ζυγίζω αγγλικά, ζυγίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ζυγίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ζοφερός στα ολλανδικά - bewolkt, droefgeestig, onaangenaam, donker, betrokken, afschuwelijk, troosteloos, ...
  • ζούγκλα στα ολλανδικά - oerwoud, jungle, rimboe, wildernis, de jungle
  • ζυγαριά στα ολλανδικά - saldo, balans, evenwicht, symmetrie, weegschaal, overschot, schaal, ...
  • ζυγιάζω στα ολλανδικά - peinzen, zygiazo
Τυχαίες λέξεις
Ζυγίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afwegen, overwegen, wegen, weegt, weeg, te wegen