Ζυγίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ζυγίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
medir, chorar, pesar, abalançar, considerar, pesam, pesa, peso, pesagem
Ζυγίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ζυγίζω

ζυγίζω αγγλικά, ζυγίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ζυγίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ζοφερός στα πορτογαλικά - desagradável, nebuloso, melancólico, sombrio, triste, desanimado, cheerless
  • ζούγκλα στα πορτογαλικά - mata, selva, junho, floresta, da selva, jungle, de selva
  • ζυγαριά στα πορτογαλικά - balancear, equilibrar, contrapeso, a, balançar, abalançar, escala, ...
  • ζυγιάζω στα πορτογαλικά - reflectir, ponderar, lago, lagoa, zygiazo
Τυχαίες λέξεις
Ζυγίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: medir, chorar, pesar, abalançar, considerar, pesam, pesa, peso, pesagem