Ηδονή στα ολλανδικά

Μετάφραση: ηδονή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
behagen, pret, welbehagen, genoegen, welgevallen, vermaak, verrukken, genot, zin, plezier, genieten
Ηδονή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηδονή

ηδονή english, ηδονή ή πόνος, ηδονή γυναίκας, ηδονή ετυμολογία, ηδονή καβάφης, ηδονή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ηδονή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ηγετικός στα ολλανδικά - hoofd, hoofd-, aanvoerder, toonaangevend, baas, leidend, chef, ...
  • ηγούμαι στα ολλανδικά - dirigeren, chef, geleiden, brengen, kop, leiden, besturen, ...
  • ηδυπαθής στα ολλανδικά - idypathis
  • ηδύφωνος στα ολλανδικά - idyfonos
Τυχαίες λέξεις
Ηδονή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: behagen, pret, welbehagen, genoegen, welgevallen, vermaak, verrukken, genot, zin, plezier, genieten