Θυμωμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: θυμωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toornig, dol, uitzinnig, boos, krankzinnig, stapel, gek, dolzinnig, kwaad, nijdig, waanzinnig, boze
Θυμωμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θυμωμένος

θυμωμένος gran run, θυμωμένος μου ήρθες απόψε στίχοι, καρκίνος θυμωμένος, θυμωμένος στα γαλλικά, θυμωμένος ονειροκρίτης, θυμωμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, θυμωμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • θυμάρι στα ολλανδικά - tijm, thyme, thijm, de tijm
  • θυμίαμα στα ολλανδικά - wierook, reukwerk, van wierook, reukwerks
  • θυμός στα ολλανδικά - toorn, boosheid, gramschap, woede, kwaadheid, de woede
  • θυρίδα στα ολλανδικά - toonbank, kastje, locker, kast, kluisje, kleedkamer
Τυχαίες λέξεις
Θυμωμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toornig, dol, uitzinnig, boos, krankzinnig, stapel, gek, dolzinnig, kwaad, nijdig, waanzinnig, boze