Ισοδύναμος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ισοδύναμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
equivalent, gelijkwaardig, gelijkwaardige, gelijk, gelijke
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ισοδύναμος
ισοδύναμος αγγλικά, ισοδύναμος κάτοικος, ισοδύναμος πληθυσμός είναι, ισοδύναμοσ πληθυσμόσ, ισοδύναμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ισοδύναμος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ισημερινός στα ολλανδικά - evennachtslijn, equator, evenaar, de evenaar, evenaar van
- ισιώνω στα ολλανδικά - ontkrullen, strekken, recht maken, recht, rechtzetten
- ισοζύγιο στα ολλανδικά - saldo, evenwicht, weegschaal, balans, symmetrie, overschot, evenwicht te
- ισοπεδώνω στα ολλανδικά - vlakken, pletten, plat maken, plat, afvlakken
Τυχαίες λέξεις
Ισοδύναμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: equivalent, gelijkwaardig, gelijkwaardige, gelijk, gelijke
Μεταφράσεις: equivalent, gelijkwaardig, gelijkwaardige, gelijk, gelijke