Κανονικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: κανονικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
normaal, normale, de normale, gewone, een normale
Κανονικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κανονικός

κανονικόσ πίνακασ, κανονικός ορισμός, κανονικός συνώνυμα, κανονικόσ αριθμόσ σφυγμών, κανονικός κύκλος περιόδου, κανονικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κανονικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κανονίζω στα ολλανδικά - afhandelen, regelen, schikken, aanrichten, reguleren, afdoen, vereffenen, ...
  • κανονικά στα ολλανδικά - normaal, normaliter, normaal gesproken, doorgaans, gewoonlijk
  • κανονισμός στα ολλανδικά - beschikking, voorschrift, verordening, reglement, regeling, regelgeving
  • καντίνα στα ολλανδικά - kantine, veldfles, kantines, de kantine, kantine van
Τυχαίες λέξεις
Κανονικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: normaal, normale, de normale, gewone, een normale